- κλαψοπαναγιά
- η(σκωπτικά για πρόσ.) αυτός που έχει το ύφος τής Παναγίας που κλαίει, αυτός που κλαίει και παραπονιέται συνεχώς, που προσποιείται τον δυστυχισμένο, κλαψιάρης, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο- (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ-ω) + Παναγιά].
Dictionary of Greek. 2013.